ραμφόρρυγχος

ραμφόρρυγχος
(rhamphorhynchus). Όνομα «φτερωτών» ερπετών, που έχουν εκλείψει. Τα ζώα αυτά είχαν σχετικά μικρό μέγεθος, μικρό κρανίο, ρύγχος με μυτερά δόντια και πολύ μακριά ουρά. Το άνοιγμα των «φτερών» τους έφτανε περίπου τα 60 μέτρα. Τα πίσω πόδια τους ήταν δυνατά και τα μπροστινά μέλη τους χρησίμευαν ως στηρίγματα για τις μεμβράνες που αποτελούσαν τα «φτερά» τους και οι οποίες ήταν στερεωμένες στα τέσσερα μικρότερα δάχτυλά τους. Τα άλλα τους δάχτυλα κατέληγαν σε νύχια, που βρίσκονταν στο μπροστινό χείλος των «φτερών». Μερικά κόκαλα των ζώων αυτών ήταν κοίλα στο εσωτερικό, ενώ άλλα, που ήταν κολλημένα μεταξύ τους, στερέωναν περισσότερο τον ιδιόμορφο σκελετό τους. Από την κατασκευή των μεμβρανών των «φτερών» τους συμπεραίνεται ότι τα ζώα αυτά έπρεπε μάλλον να αιωρούνταν στον αέρα παρά να πετούν. Στην ξηρά πάλι, περπατούσαν αδέξια πάνω στα τέσσερα πόδια τους. Οι Ρ., όπως και όλα άλλωστε τα συγγενικά τους ερπετά, έτρωγαν κυρίως ψάρια, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ζούσαν συνήθως σε παραθαλάσσιες περιοχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”